Εκεί που περπατάς στην εξοχή, σ’ ένα σηματοδοτημένο πεζοπορικό μονοπάτι, τυποποιημένο ειδικά για τους ανθρώπους της πόλης, συναντάς με την άκρη του ποδιού σου μία τρύπα στο έδαφος.
Γύρω το χώμα είναι μαλακό και στρωμένο κόκκο κόκκο από τις τιτάνιες δυνάμεις των λιλιπούτειων κατοίκων της υπόγειας φωλιάς. Πιο δίπλα δεύτερες και τρίτες είσοδοι και έξοδοι διαφυγής διασφαλίζουν τον αερισμό και την αέναη σειριακή κίνηση των μικρών μυρμηγκιών. Που αποθηκεύουν για να ζουν και ζουν για να αποθηκεύουν μικρές μονάδες απαραίτητων εφοδίων, ποτέ περιττών.
Δεν στολίζουν ποτέ μία κεντρική αίθουσα με κάποιο σπάνιο πετραδάκι ή κάποιο γυαλιστερό ορυκτό ή έστω ένα ψήγμα ανθρώπινης κατασκευής, ακατανόητο μα ελκυστικό. Μόνο και πάντα τα απαραίτητα.
Μήπως κι εμείς κάνουμε το ίδιο στη ζωή μας, αλλά από την απέναντι πλευρά του καθρέφτη; Μαζεύουμε συνέχεια με αυτό το ζήλο, τόσα και τόσα περιττά, αντικείμενα μόνο μιας πιθανής μελλοντικής μας απόλαυσης.
Κοιτώ τα ακίνητα σωρευμένα υλικά, τα σκεύη και τα όργανα της σαπωνοποιΐας μου, σκέφτομαι το βάρος της φιλοδοξίας μου και αισθάνομαι μκρός τιτάνας σαν τα μυρμηγκάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου