Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Με το μάτι στο νερό.

Τριάντα χρόνια πριν, καλοκαίρι, βράδυ, στην προκυμαία του Βουρκαριού, στρωμένο μακρύ ξύλινο σπιτικό τραπέζι, πλάι στο νερό. Ψαράκια ημέρας, χταπόδι ψητό, σαλάτα, ψωμί, νερό και κρασί ρετσίνα. 

Ο οικοδεσπότης της βραδιάς (πάντα με το βλέμμα στο νερό για κανένα αλανιάρικο μεζέ) αντιλαμβάνεται μια σουπιά που αργοπλέει στα σκοτεινά μπροστά στο μώλο.

Μου τη δείχνει με το δάχτυλο, εγώ παιδί, και μου λέει: Τη βλέπεις; βάστα τη με το φακό να πάω να φέρω το καμάκι. Ο φακός πια τη φωτίζει κι αυτή μοιάζει σαν να πετάει μέσα στο διάφανο ρευστό.

Σε λίγο, το καμάκι είναι μακρύ και ευθύβολο, η σουπιά είναι πια δική μας. Στο τραπέζι όλοι επικροτούν το κατόρθωμα και συνεχίζουν κανονικά το φαγητό και τη βραδιά τους.

H ψαριά για να έρθει, συμπεραίνω από τότε, θέλει το μάτι και ο νους να είναι στο νερό κι όχι στη στεριά. Σιγά σιγά μαθαίνω πια και το κάνω πράξη. Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα, που λέει κι ο ποιητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου